Τα βρέφη των καπνιστών έχουν επίπεδα της κοτινίνης (υποπροϊόν της νικοτίνης) στα ούρα τους σε πενταπλάσια ποσότητα από αυτή που ανιχνεύεται στα βρέφη των μη καπνιστών, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύονται στο επιστημονικό έντυπο Archives of Disease in Childhood. Η κοτινίνη μπορεί να είναι επιβλαβής για την καρδιά και τις αρτηρίες διότι ενισχύει τόσο την αρτηριακή πίεση και τον παλμό. Ο Δρ Μ. Π. Γουάιλο από το Πανεπιστήμιο του Λάνκαστερ εξηγεί ότι η κοτινίνη είναι μόλις ένας από τα επιβλαβή συστατικά που εμπεριέχονται στον καπνό του τσιγάρου. Το παθητικό κάπνισμα εκθέτει τα βρέφη στην κοτινίνη σε πολύ πρώιμο στάδιο της ζωής τους όταν δεν είναι πλήρως εξοπλισμένα να απεκκρίνουν από τον οργανισμό τους την τοξική χημική ουσία. Ο Δρ Γουάιλο και οι συνεργάτες του μέτρησαν την ποσότητα κοτινίνης στα ούρα 71 βρεφών που είχαν καπνιστές γονείς και 33 βρεφών των οποίων οι γονείς δεν κάπνιζαν, όταν τα παιδιά ήταν μόλις 10-12 εβδομάδων. Κατά μέσο όρο, τα επίπεδα της κοτινίνης ήταν σχεδόν έξι φορές υψηλότερα στα βρέφη που είχαν τουλάχιστον ένα γονέα καπνιστή συγκριτικά με τα βρέφη των μη καπνιστών γονέων. Η ύπαρξη μητέρας καπνίστριας ήταν ο μοναδικός κύριος συνεισφέροντας παράγοντας, τετραπλασιάζοντας τα επίπεδα της κοτινίνης. Αντίθετα, η ύπαρξη πατέρα καπνιστή διπλασίαζε τα επίπεδα της κοτίνινης στα ούρα των βρεφών. Οι επιστήμονες διαπίστωσαν επίσης ότι τα βρέφη που κοιμόντουσαν στο ίδιο κρεβάτι με τον καπνιστή γονέα έτειναν να έχουν υψηλότερα επίπεδα κοτινίνης. Επιπλέον, τα επίπεδα κοτινίνης ήταν γενικά υψηλότερα κατά τη διάρκεια του ψυχρότερου καιρού, που οι γονείς ήταν πιθανότερο να καπνίζουν μέσα στο σπίτι. Από τα παραπάνω στοιχεία καθίσταται σαφές λοιπόν ότι τα βρέφη γίνονται παθητικοί καπνιστές όταν και οι γονείς είναι καπνιστές. Τα βρέφη των καπνιστών έχουν επίπεδα της κοτινίνης (υποπροϊόν της νικοτίνης) στα ούρα τους σε πενταπλάσια ποσότητα από αυτή που ανιχνεύεται στα βρέφη των μη καπνιστών, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύονται στο επιστημονικό έντυπο Archives of Disease in Childhood. Η κοτινίνη μπορεί να είναι επιβλαβής για την καρδιά και τις αρτηρίες διότι ενισχύει τόσο την αρτηριακή πίεση και τον παλμό. Ο Δρ Μ. Π. Γουάιλο από το Πανεπιστήμιο του Λάνκαστερ εξηγεί ότι η κοτινίνη είναι μόλις ένας από τα επιβλαβή συστατικά που εμπεριέχονται στον καπνό του τσιγάρου. Το παθητικό κάπνισμα εκθέτει τα βρέφη στην κοτινίνη σε πολύ πρώιμο στάδιο της ζωής τους όταν δεν είναι πλήρως εξοπλισμένα να απεκκρίνουν από τον οργανισμό τους την τοξική χημική ουσία. Ο Δρ Γουάιλο και οι συνεργάτες του μέτρησαν την ποσότητα κοτινίνης στα ούρα 71 βρεφών που είχαν καπνιστές γονείς και 33 βρεφών των οποίων οι γονείς δεν κάπνιζαν, όταν τα παιδιά ήταν μόλις 10-12 εβδομάδων. Κατά μέσο όρο, τα επίπεδα της κοτινίνης ήταν σχεδόν έξι φορές υψηλότερα στα βρέφη που είχαν τουλάχιστον ένα γονέα καπνιστή συγκριτικά με τα βρέφη των μη καπνιστών γονέων. Η ύπαρξη μητέρας καπνίστριας ήταν ο μοναδικός κύριος συνεισφέροντας παράγοντας, τετραπλασιάζοντας τα επίπεδα της κοτινίνης. Αντίθετα, η ύπαρξη πατέρα καπνιστή διπλασίαζε τα επίπεδα της κοτίνινης στα ούρα των βρεφών. Οι επιστήμονες διαπίστωσαν επίσης ότι τα βρέφη που κοιμόντουσαν στο ίδιο κρεβάτι με τον καπνιστή γονέα έτειναν να έχουν υψηλότερα επίπεδα κοτινίνης. Επιπλέον, τα επίπεδα κοτινίνης ήταν γενικά υψηλότερα κατά τη διάρκεια του ψυχρότερου καιρού, που οι γονείς ήταν πιθανότερο να καπνίζουν μέσα στο σπίτι. Από τα παραπάνω στοιχεία καθίσταται σαφές λοιπόν ότι τα βρέφη γίνονται παθητικοί καπνιστές όταν και οι γονείς είναι καπνιστές.
Δημοσιεύτηκε στις 12 Δεκεμβρίου, 2007