Άρθρο της Θ. Τζάκρη
Βουλευτού Πέλλας-ΣΥΡΙΖΑ
Στην Ελλάδα τα ροδακινοειδή (ροδάκινα και νεκταρίνια) καλλιεργούνται συστηματικά κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα (Ημαθία, Πέλλα, Πιερία, Κοζάνη, Λάρισα) ενώ πρόσφατα έχουν επεκταθεί και στην Πελοπόννησο (Κόρινθος, Ηλεία). Σήμερα καλλιεργούνται συνολικά περί τα 440.000 στρέμματα. Πάνω από 88% της συνολικά καλλιεργούμενης έκτασης εντοπίζεται στους Νομούς Ημαθίας και Πέλλας. Η παραγόμενη ποσότητα φθάνει ετησίως περίπου τους 750.000 τόνους ροδάκινα (420.000 τόνοι συμπύρηνο και 330.000 τόνοι επιτραπέζιο ροδάκινο) και περίπου 100.000 τόνους νεκταρίνι.
Με την καλλιέργεια των ροδακινοειδών απασχολούνται περίπου 12.000 νοικοκυριά και δραστηριοποιούνται 26 μεταποιητικές επιχειρήσεις στις οποίες απασχολούνται 1.500 μόνιμοι και 10.000 εποχιακοί υπάλληλοι. Τα τελικά προϊόντα της μεταποίησης (κομπόστα, μαρμελάδες, χυμός κλπ) στο σύνολό τους σχεδόν εξάγονται προς τις αγορές της ΕΕ και Τρίτων Χωρών (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Κορέα κλπ) και το συνάλλαγμα που εισέρχεται στη Χώρα ξεπερνά τα 250-300 εκατ. € ετησίως.
Από πολλά χρόνια πριν, τα συμπύρηνα ροδάκινα αντιμετώπιζαν προβλήματα διάθεσης κυρίως λόγω της χαμηλής τιμής που κάθε χρόνο προσέφερε η βιομηχανία. Κάθε χρόνο η βιομηχανία με πρόσχημα διάφορα επιχειρήματα (υπερπαραγωγή, χαμηλή ποιότητα, υψηλά αποθέματα κλπ) προσπαθεί να διαμορφώσει σκηνικό ανησυχίας, με στόχο να περιστείλει τις προσδοκίες των παραγωγών για μια ικανοποιητική τιμή στο συμπύρηνο ροδάκινο. Στόχος της είναι να περιορίσει το δικό της λειτουργικό κόστος και στο τέλος της ημέρας να μεγιστοποιήσει το κέρδος της. Παραμερίζοντας το βασικό νόμο της οικονομίας για την προσφορά και τη ζήτηση, ως δυνατός κρίκος της αλυσίδας αξίας, επιβάλλει - μονομερώς τις περισσότερες φορές - αποφάσεις και κανόνες που στην ουσία θίγουν τους παραγωγούς οι οποίοι παραμένουν ως ο αδύναμος κρίκος της αλυσίδας αξίας.
Εξαιτίας λοιπόν της απογοήτευσης των παραγωγών συμπύρηνου ροδάκινου από το μειωμένο εισόδημα που απολάμβαναν και την προσδοκία τους για ένα καλύτερο εισόδημα, από το 2008 και μετά παρατηρήθηκε μία έντονη στροφή προς τη καλλιέργεια του επιτραπέζιου ροδάκινου με αντίστοιχη εκρίζωση των ποικιλιών του συμπύρηνου ροδάκινου. Όμως το 2014, το ρωσικό εμπάργκο στις εισαγωγές οπωροκηπευτικών (συμπεριλαμβάνονται τα ροδάκινα) προέλευσης ΕΕ, έπληξε ακόμη μια φορά το εισόδημα των ροδακινοπαραγωγών. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ελληνικών εξαγωγών επιτραπέζιου ροδάκινου κατευθύνονταν στη Ρωσία και επομένως περίπου 40.000 τόνοι επιτραπέζιου ροδάκινου έπρεπε να βρουν άλλους (εναλλακτικούς) τρόπους διάθεσης. Παρά τα όποια έκτακτα μέτρα που αναλήφθηκαν σε επίπεδο ΕΕ από το 2014- 2018 (αποσύρσεις, δωρεάν διανομές κλπ), οι συνέπειες του ρωσικού εμπάργκο στο εισόδημα των παραγωγών που καλλιεργούν επιτραπέζιο ροδάκινο είναι σήμερα περισσότερο ορατές διότι η ρωσική αγορά δεν έχει αντικατασταθεί στην ολότητά της από άλλες αγορές.
Ωστόσο, παρά τα προβλήματα που παρουσιάζονται στη διάθεση του προϊόντος και τις διαφορετικές προσεγγίσεις που απαιτούνται κάθε φορά για την επίλυσή τους, τα ροδάκινα (νωπά και μεταποιημένα) είναι από τα σημαντικότερα ελληνικά γεωργικά προϊόντα με εξαγωγική κατεύθυνση. Αναμφισβήτητα επίσης, η ροδακινοκαλλιέργεια έχει συνεισφέρει και συνεχίζει να συνεισφέρει σημαντικά στην ελληνική οικονομία συμβάλλοντας παράλληλα στην ανάπτυξη της υπαίθρου με πολλαπλασιαστικά οφέλη για την απασχόληση, το γεωργικό εισόδημα και τις τοπικές οικονομίες.
Κατά συνέπεια η καλλιέργεια του ροδάκινου πρέπει να συνεχιστεί γιατί αποτελεί έναν από τους δυναμικότερους κλάδους της σύγχρονης ελληνικής γεωργίας, με οικονομικά οφέλη για όλες τις πλευρές.
Επομένως είναι επιτακτική η ανάγκη χρήσης όλων των διαθέσιμων εργαλείων όπως:
Η αδυναμία όμως αποτελεσματικής χρήσης αυτών των εργαλείων και ειδικότερα η αδυναμία ουσιαστικής οργάνωσης των παραγωγών σε συνδυασμό με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι παραγωγοί κατά τις αναγκαστικές συνεργασίες τους με τα άλλα μέλη της εφοδιαστικής αλυσίδας (έμποροι, μεταποιητές κλπ), τις αθρόες εισαγωγές ανάλογων προϊόντων, τις συνέπειες πολιτικών αποφάσεων όπως το ρωσικό εμπάργκο, επιδεινώνουν τη περαιτέρω τη θέση τους.
Κάθε χρόνο λοιπόν και κατ’ επανάληψη τα τελευταία χρόνια, οι παραγωγοί ροδάκινου τόσο του επιτραπέζιου όσο και του συμπύρηνου, προκειμένου να διατηρήσουν το ήδη συμπιεσμένο εισόδημα τους είναι αναγκασμένοι να διαθέτουν το προϊόν τους σε χαμηλές τιμές. Έτσι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της καλλιέργειας και σε ορισμένες περιπτώσεις τίθεται και θέμα επιβίωσής τους.
Για να αντιστραφεί αυτή η αρνητική κατάσταση και η καλλιέργεια του ροδάκινου (επιτραπέζιου και συμπύρηνου) να καταστεί βιώσιμη, επιβάλλεται η υλοποίηση ενός προγράμματος αναδιάρθρωσης της καλλιέργειας. Σε συνέχεια του φακέλου που έχει ήδη σταλεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και με δεδομένο ότι ακόμη και σήμερα η ρωσική αγορά δεν έχει αντικατασταθεί στην ολότητά της από άλλες αγορές, το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων σε συνεργασία με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς πρέπει να «πιέσουν» για ένα πρόγραμμα αναδιάρθρωσης με ενωσιακή χρηματοδότηση ώστε οι παραγωγοί να προχωρήσουν σε εκρίζωση μέρους της καλλιέργειας ροδάκινων και επαναφύτευσης άλλων καλλιεργειών που ζητά η αγορά.
Επιπλέον, για την ανακούφιση των παραγωγών επιτραπέζιου ροδάκινου το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων πρέπει να εξετάσει τη δυνατότητα χορήγησης προαιρετικής συνδεδεμένης ενίσχυσης στο πλαίσιο των άμεσων ενισχύσεων.
Δημοσιεύτηκε στις 12 Σεπτεμβρίου, 2019