προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη συνεχή αφαίμαξη των εισοδημάτων τους. Αυξημένη φορολογία, "φουσκωμένοι" λογαριασμοί των ΔΕΚΟ ή τραπεζικά δάνεια, μοιάζουν εξαιρετικά δύσκολο να ελεγχθούν με άμεσα και μετρήσιμα αποτελέσματα. Έτσι οι καταναλωτές στρέφονται στο "καλάθι του σούπερ μάρκετ", επιχειρώντας να πραγματοποιήσουν όσο το δυνατόν οικονομικότερες αγορές. Και φαίνεται ότι τα ιδιωτικής ετικέτας προϊόντα είναι μια συμφέρουσα λύση αφού μπορεί να μειώσουν έως και 50% το κόστος του "καλαθιού". Η εποχή που τα ιδιωτικής ετικέτας ήταν απλώς μια "έξυπνη αγορά" για κάποιους ή μια αγορά για ιδιαίτερα χαμηλά εισοδήματα έχει παρέλθει. Το γεγονός ότι είναι φθηνότερα ανάλογα με το προϊόν κατά 20%, 30%, ή και 50% αφορά πια μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Και τη διαφορά κάνει η τιμή, αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που το 44% των καταναλωτών τα προτιμά ενώ το 55,3% από πλευράς ποιότητας θεωρεί ότι είναι εφάμιλλα των επωνύμων. Κατά συνέπεια δεν είναι τυχαίο που οι πωλήσεις τους έχουν εκτοξευθεί στο 1,5 δισ. ευρώ σύμφωνα με υπολογισμούς λιανεμπορικών επιχειρήσεων, όταν το σύνολο της αγοράς κινείται στα 6,7 δις. ευρώ περίπου. Την ίδια ώρα ο τζίρος των επωνύμων προϊόντων συνεχώς διολισθαίνει και εκτιμάται ότι πέρυσι κατέγραψε πτώση κατά 3,4% περίπου. Ας δούμε όμως πως διαμορφώνονται οι τιμές σε μια σειρά βασικών προϊόντων που δεν λείπουν σχεδόν από κανένα καλάθι και τις διαφορές στο λογαριασμό. Ιδιωτικής ετικέτας χαρτί υγείας 8 ρολών, μπορεί να το βρείτε προς 2,54 ευρώ όταν αντίστοιχο επώνυμο κοστίζει 5 ευρώ, χαρτοπετσέτες 0,70 ευρώ έναντι 0,85 ευρώ το πακέτο, ελαιόλαδο 4,57 ευρώ το λίτρο έναντι 5,60 ευρώ, σαμπουάν 2,14 ευρώ έναντι 4,20 ευρώ, μαλακτικό ρούχων ενός λίτρου 0,8 ευρώ έναντι 2,15 ευρώ, απορρυπαντικό πλυντηρίου 27 μεζουρών 3,85 ευρώ από 10,40 ευρώ, τοματάκια 0,48 ευρώ από 0,85 ευρώ και σπαγγέτι 0,48 ευρώ από 1,05 ευρώ. Έτσι λοιπόν, αγοράζοντας μόνο τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας θα πληρώσουμε 15,56 ευρώ σε σχέση με τα 30,1 ευρώ που θα πληρώσουμε αν επιλέξουμε μόνο επώνυμα προϊόντα. Τα επώνυμα προϊόντα, λοιπόν, έχουν βρει έναν δυνατό ανταγωνιστή που έχει φτάσει να διατηρεί σε αρκετές περιπτώσεις ηγετικά μερίδια αγοράς. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι τα χαρτικά, τα απορρυπαντικά, το ρύζι, τα ζυμαρικά, κ.α. όπου τα μερίδιά τους θα τα ζήλευαν μερικές από τις μεγαλύτερες εταιρείες. Τα νούμερα είναι αποκαλυπτικά. Μόνον πέρυσι πουλήθηκαν για παράδειγμα περισσότερες από 80 εκατ. συσκευασίες αναψυκτικών ή χυμών και πάνω από 70 εκατ. συσκευασίες γάλακτος. Η "μαζική" παρουσία τους στα ράφια βεβαίως βοήθησε στο να πιεστούν σε χαμηλότερα επίπεδα οι τιμές και των επωνύμων προϊόντων, όπως συνέβη π.χ. στα γαλακτοκομικά, ή να αναγκαστούν μεγάλες επιχειρήσεις να προχωρήσουν στην παραγωγή ή διάθεση σειρών προϊόντων με χαμηλότερη τιμή, προκειμένου να τα ανταγωνιστούν. Σήμερα δεν υπάρχει αλυσίδα σούπερ μάρκετ που να μην έχει προϊόντα με τη δική της επωνυμία σε πληθώρα κατηγοριών και να πραγματοποιεί μέσω αυτών το 17-23% του τζίρου της. Σύμφωνα με στοιχεία της Symphony IRI το 2010 σε σχέση με το 2009 τα ιδιωτικής ετικέτας αυξήθηκαν κατά 19,5% και φέτος τρέχουν με ρυθμό ανάπτυξης 28%. Ωστόσο παρά την διατήρηση διψήφιων ρυθμών ανάπτυξης και μεριδίων αγοράς, απέχουν ακόμη πολύ έναντι των άλλων χωρών της Ευρώπης. Το μερίδιο αγοράς των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας έχει αγγίξει το εκπληκτικό ποσοστό 40% του συνολικού όγκου πωλήσεων σε χώρες όπως η Αγγλία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ελβετία και το Βέλγιο και 30% σε αγορές όπως η Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη και οι Σκανδιναβικές χώρες.
Δημοσιεύτηκε στις 23 Μαρτίου, 2011